Ἀρμενίων

Ἀρμενίων
Ἀρμένιον
copper carbonate
neut gen pl
Ἀρμένιος
Armenia
fem gen pl
Ἀρμένιος
Armenia
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἀρμενιῶν — Ἀρμενία Armenia fem gen pl Ἀρμενίη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμενιῶν — ἀρμενίζω sail fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρμενίων — σάνδυξ a bright red colour masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Θεωριανός Λυσίας — (12ος αι.). Φιλόσοφος. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Μανουήλ Α’ Κομνηνού (1143 80), ο Θ. ήταν επικεφαλής των Βυζαντινών που διαπραγματεύθηκαν στην Αρμενία την ένωση της Αρμενικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στη διάρκειά τους, ο Θ. υποστήριξε με… …   Dictionary of Greek

  • Μεχιτάρ, Πέτρος — (Mechitar Petro, Σεβάστεια 1676 – 1746). Αρμένιος καθολικός λόγιος. Το 1700 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη αρμένικη σχολή, εκδιώχθηκε όμως από τον πατριάρχη των Αρμενίων Αβεδίκ, οπότε κατέφυγε στη Μεθώνη, όπου κυριαρχούσαν ακόμα οι Ενετοί. Εκεί,… …   Dictionary of Greek

  • Αλέπης, Κούλης — (Αρεόπολη Μάνης 1903 – 1986). Λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική και τη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σταδιοδρόμησε όμως ως δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Έγραψε ποιήματα, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Αχαρονιάν, Αβέντις (Γκαρίμπ) — (1866 1948). Αρμένιος πολιτικός και λογοτέχνης. Υπήρξε πρωθυπουργός της πρώτης κυβέρνησης του ανεξάρτητου αρμενικού κράτους, που σχηματίστηκε μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ Λιτόβσκ. Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη, η Αρμενία αποτελούσε,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”